Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

Οι προφητείες μιας Βολιβιανής δασκάλας πριν από 17 χρόνια

«Είμαι δασκάλα. Δουλεύω, αλλά δεν με φτάνουν αυτά που βγάζω. Πώς θα κάνω καλά το μάθημα αν δεν τρώω καλά; Οι μαθητές μου, χειρότερα. Κοιμούνται στο μάθημα. Γιατί; Διότι πεινάνε... Γι’ αυτό είμαστε απογοητευμένοι με αυτήν την κατάσταση. Γι’ αυτό ζητάω από τη διεθνή κοινότητα να ελέγξει πραγματικά τα λεφτά για να μην πάνε στις τσέπες όλων αυτών που έχουν λογαριασμούς στην Ελβετία...» Αναδημοσίευση από την εφημερίδα των Συντακτών--- του Γιάννη Σιώτου*
Σταράτες κουβέντες, οι οποίες περιγράφουν την αγωνία ενός άνθρωπου που δεν έχει καμία σχέση με τον Τσίπρα, τον Μητσοτάκη, τη Γεννηματά και τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς.
Πώς θα μπορούσε να έχει, αφού ήταν από τη Βολιβία και αυτές οι φράσεις ακούστηκαν πριν από δεκαεπτά χρόνια σε ένα ντοκιμαντέρ για τον Μανού Τσάο, αποσπάσματα του οποίου προβλήθηκαν στην εκπομπή «Μουσικοί του Κόσμου» ( ΕΡΤ, 11.11.2001).
Και όμως είναι επίκαιρες και διαχρονικές όσο η πείνα και ο πλούτος. Τα ίδια ακριβώς θα μπορούσε να έχει πει μια Ελληνίδα δασκάλα σήμερα, μια Ισπανίδα ή μια Πορτογαλέζα πριν από τρία χρόνια, μια Αργεντίνα σήμερα και πριν από δεκαοκτώ χρόνια, μια Ινδονησιάνα ή μια Ρωσίδα στα τέλη της δεκαετίας του 1990… ακόμη και μια Αμερικανίδα που διδάσκει σε σχολείο ενός γκέτο…
Ανθρωποι από τόπους που χτύπησε η οικονομική κρίση, αλλά και από αυτούς που η ανισότητα έχει αναχθεί σε συστατικό της ανάπτυξης.
Πείνα και πλούτος. Δυνάμεις που καθορίζουν την ανθρώπινη ιστορία και κατατάσσουν τους κυβερνήτες σε αυτούς που προσπάθησαν να λειάνουν τις ακραίες εκφάνσεις τους και σε εκείνους που είτε αδιαφόρησαν είτε τις έκαναν ακόμα πιο κοφτερές.
Στην εποχή μας, ο πλούτος, κατακτητικός και άπληστος –άλλοτε με ήπιες και άλλοτε με βάρβαρες μεθόδους– καταπίνει τα πάντα, προσφέροντας πείνα.
Προκαλεί οικονομικές κρίσεις και μετέτρεψε στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών, τον μισό ΟΗΕ, σε εργοστάσια παραγωγής του και σε εργαστήρια τεχνογνωσίας που θα εξασφαλίζουν την… αθανασία του.
Σε αυτή την αλυσίδα των χρυσοτόκων κρίσεων, η Ελλάδα λόγω μεγέθους, γεωγραφικής-γεωπολιτικής ταυτότητας αλλά και πολιτικής ιδιαιτερότητας, δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο σαν «μηχανή παραγωγής χρηματικών κερδών» αλλά και σαν «εργαλείο» παραγωγής πολιτικής και κοινωνικής τεχνογνωσίας.
Στα τελευταία είκοσι χρόνια, ο τόπος γνώρισε τα πάντα: το πώς στήνεται μια κρίση, το πώς γίνεται η παράδοση μιας κοινωνίας, το πώς επιτυγχάνεται η διαχείριση των ανθρώπινων ανοχών και αντοχών και τέλος το πώς κατοχυρώνεται η μακροχρόνια εκμετάλλευσή της και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον που διέπεται από τις αρχές της ελευθερίας του πολίτη.
Κοντολογίς η Ελλάδα, πολύ μικρή για να προσφέρει κέρδη ανάλογα της Αργεντινής, της Βραζιλίας, της Ινδονησίας και της Ρωσίας, ήταν η πιο κατάλληλη για να δοκιμαστούν τεχνικές της λεηλασίας σε περιβάλλον φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Πρόκειται για μία προσέγγιση που αλλάζει όλη την αποτίμηση της μνημονιακής περιόδου –από το στήσιμο μέχρι την έξοδο από αυτήν. Για παράδειγμα, όλοι οι κυβερνήτες της κρίσης χρησιμοποίησαν –συστηματικά και μεθοδικά– αριθμούς για το χρέος, τη συρρίκνωση της οικονομίας, την ανεργία, τη φτώχεια… Και σταματούν εκεί.
Κανείς όμως δεν έκανε το βήμα παραπάνω: να προσθέσει σε αυτές τις ποσοτικές μετρήσεις και κριτήρια αξιολόγησης συμπεριφορών. Για παράδειγμα, κανείς τους δεν ασχολήθηκε με την αντίδραση των Ελλήνων σε κάθε αύξηση της ανεργίας κατά μία ποσοστιαία μονάδα.
Κανείς δεν μίλησε για την αντίσταση του πολιτικού συστήματος στις πολιτικές που θα περιόριζαν την ανάπτυξη κατά 0,25 ποσοστιαία μονάδα.
Κανείς δεν αναφέρθηκε στις στρατηγικές και στις τακτικές που εφαρμόστηκαν όχι μόνο από τους δανειστές αλλά και απο το ελληνικό πολιτικό σύστημα, προκειμένου να εφαρμοστούν μέτρα που θα οδηγούσαν σε φτωχοποίηση ευρύτερες κοινωνικές και οικονομικές ομάδες. Προφανώς γιατί δεν βολεύει.
Σε μια τέτοιους είδους αξιολόγηση, το κεντρικό συμπέρασμα είναι ότι στον σημερινό κόσμο οι ιδεολογικές ταμπέλες προσφέρονται μόνο για… ψαριές ψήφων.
Οπου η κρίση έβαλε τη σφραγίδα της, οι ταμπέλες αυτές δούλεψαν για τον πλούτο. Και η πράξη έδειξε ότι ο πλούτος κάνει τη δουλειά του τόσο με τις δυνάμεις της «οικονομίας της αγοράς» όσο και με εκείνες που ισχυρίζονται ότι τον αμφισβητούν.
Οι τελευταίες, μάλιστα, αποδείχθηκαν ανεπαρκείς, απρόθυμες και –ενδεχομένως– ανήμπορες στο να διατυπώσουν και να εφαρμόσουν τη δική τους πρόταση για τη διαχείριση της σημερινής παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Φυσικά, σε αυτό συνέβαλαν και ο πολιτιστικός και ο πνευματικός ακρωτηριασμός της ψηφιακής εποχής, που επηρέασε σε τέτοιο βαθμό τον μέσο άνθρωπο, ώστε, όταν ακούει για τις «αλυσίδες των προλετάριων», να στρέφει το κεφάλι προς την αλυσίδα του ποδηλάτου που περνά μπροστά του.
Τα λόγια της Βολιβιανής είναι διαχρονικά και προφητικά συνάμα, καθώς με συγκλονιστική απλότητα και σαφήνεια περιγράφουν ταυτόχρονα το χθες, το σήμερα και το αύριο.
*δημοσιογράφος, συγγραφέας

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Το μπούλινγκ δεν έρχεται «από τα ξένα»!

Με αφορμή το περιστατικό της αυτοκτονίας του δεκατετράχρονου μαθητή, θυμίζουμε την προηγούμενη (προ τριετίας) δημοσίευση μας για το θέμα και αναδημοσιεύουμε από την εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ το άρθρο της Βασιλικής Κατριβάνου (ψυχοθεραπεύτριας, εκπαιδεύτριας στην επίλυση συγκρούσεων) ..........

Η αυτοκτονία του δεκατετράχρονου μαθητή στην Αργυρούπολη ήταν ένα σοκ για την κοινωνία μας. Όπως και η δολοφονία του Βαγγέλη Γιακουμάκη, λίγα χρόνια πριν. Σε τέτοια ακραία περιστατικά η «κοινή γνώμη» σαστίζει και αρχίζει, προς στιγμήν, να μιλάει για θέματα που δεν άγγιζε μέχρι τότε. Και όμως, το μπούλινγκ, ο σχολικός εκφοβισμός δεν έχει τίποτα το ακραίο: είναι ένα θέμα καθημερινό στα σχολεία, που ταλαιπωρεί και απασχολεί πολύ μαθητές, εκπαιδευτικούς και γονείς. Ωστόσο, φτάνει στο επίπεδο του δημόσιου λόγου όταν υπάρχει το σοκ του θανάτου. Μου θυμίζει, με έναν τρόπο, τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα: όλο το προηγούμενο διάστημα υπήρχε η βία και η βαρβαρότητα των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής απέναντι σε μετανάστες, ΛΟΑΤΚΙ και αντιφασίστες, η δολοφονία του Σαχτζάτ Λουκμάν κ.ά.· όμως, η ελληνική κοινωνία συγκλονίστηκε με τη δολοφονία του έλληνα αντιφασίστα, και τότε μόνο κινήθηκαν αστυνομία και δικαιοσύνη.
Χρειάζονται γρήγορα συγκεκριμένες ενέργειες. Η πρώτη είναι να οργανώσει το υπουργείο Παιδείας, συντεταγμένα, σε όλα τα σχολεία, σεμινάρια και προγράμματα επιμόρφωσης, που θα απευθύνονται σε εκπαιδευτικούς, σχολικούς συμβούλους, παιδιά και γονείς, πάνω στην επίλυση συγκρούσεων, την ενίσχυση της επικοινωνίας, τη συνεργασία και αξιοποίηση της διαφορετικότητας, την ενδυνάμωση όλων, την εκπαίδευση στα δικαιώματα, ενάντια στο ρατσισμό.

Να μη χάσουμε τη μεγάλη εικόνα: το σχολείο και την κοινωνία

Τέτοια προγράμματα είναι απολύτως αναγκαία, ειδικά σε ένα σχολείο όπως το ελληνικό, το οποίο, παρά τα όσα έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, πάσχει στον τομέα αυτό. Ωστόσο, δεν αρκούν. Για να αντιμετωπιστεί ο σχολικός εκφοβισμός χρειάζεται η ευαισθητοποίηση, η εγρήγορση και η συνεργασία ολόκληρης της σχολικής κοινότητας. Δεν αρκούν κάποια σεμινάρια, μια στις τόσες ή και πιο συχνά. Πρέπει εκπαιδευτικοί και παιδιά να ενεργοποιηθούν μαζί για να αντιμετωπίσουν τέτοια φαινόμενα στο σχολείο τους. Να κάνουν κοινές συζητήσεις, να αποφασίσουν μαζί κανόνες και τρόπους αντιμετώπισης. Χρειάζεται μια διαδικασία διαλόγου, που να δίνει χώρο σε όλες τις φωνές, και εκείνες που σε πρώτο επίπεδο είναι αντιδραστικές· να ακούγονται και όχι να απωθούνται, ώστε να καταλάβουμε τα κίνητρα και τους φόβους που κρύβονται πίσω τους. Ο σύλλογος διδασκόντων πρέπει να διαμορφώσει μια συνολική γραμμή, να δημιουργήσει ένα δίκτυο για την αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού, που δεν μπορεί να τον χειριστεί περιστασιακά κάποιος ειδικό ή μεμονωμένα άτομα.
Το να μαθαίνει όλο το σχολείο να χωράει το διαφορετικό, να συνεργάζεται, να διαπραγματεύεται τις διαφορές του και να ακούει όλες τις φωνές είναι μια από τις πιο ουσιαστικές πτυχές της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ξέρω, βέβαια ότι αυτό δεν είναι εύκολο, ότι το σχολείο ως χώρος περιέχει αντιθέσεις, συγκρούσεις, βία: και από μόνο του, και επειδή μεταφέρει αντίστοιχα φορτία της οικογένειας και της κοινωνίας. Ούτε φαντάζομαι μια ανέφελη διαδικασία, με εκπαιδευτικούς που παίζουν χαρούμενοι στην παιδική χαρά της επίλυσης συγκρούσεων, αγκαλιασμένοι με τους μαθητές τους. Η βία και οι συγκρούσεις υπάρχουν και στο σχολείο και έξω από αυτό· το θέμα είναι πώς τις αντιμετωπίζουμε. Προσπαθώ, λοιπόν, να περιγράψω στοιχεία μιας διαδικασίας η οποία συνδυάζει ειδικά εργαλεία (επίλυσης της σύγκρουσης, επικοινωνίας και αξιοποίησης της διαφορετικότητας) με το σύνολο που λέγεται σχολική κοινότητα. Γιατί αν η συνολική λειτουργία του σχολείου προάγει τον αποκλεισμό, απωθεί τη διαφορετικότητα και προάγει τη σιωπή, τότε τα σεμινάρια λίγα μπορούν να καταφέρουν.
Το σχολείο αποτελεί κεντρικό πεδίο για την αντιμετώπιση του μπούλινγκ, δεν είναι όμως το μοναδικό. Όταν πολιτικοί λένε για «όσους τιμάνε τα παντελόνια τους» ή τις «γυναίκες πολιτικούς που μαλλιοτραβιούνται –και χρειάζεται ένας άντρας υπουργός να βάλει τάξη», όταν ιεράρχες προτρέπουν «να φτύνουμε τους ξεφτιλισμένους» ομοφυλόφιλους, που «είναι επικίνδυνοι», όλα αυτά τροφοδοτούν το μπούλινγκ, εντός και εκτός σχολείου. Για να αντιμετωπίσουμε, λοιπόν, το σχολικό εκφοβισμό, πρέπει να βγούμε και εκτός σχολείου, να δούμε και τη μεγάλη εικόνα, να παλέψουμε ενάντια σε τέτοιες στάσεις. Η θέσπιση ισότιμων δικαιωμάτων για όλες τις ομάδες (πολιτικός γάμος για τα ομόφυλα ζευγάρια, αναγνώριση και ισοτιμία για τα τρανς άτομα κ.ά.), από πλευράς του κράτους, είναι ένα απαραίτητο βήμα και για το ζήτημα που συζητάμε.
Ενδυνάμωση για τα θύματα, αλλά και τους θύτες

Ξαναγυρίζω στο σχολείο. Χρειαζόμαστε ενδυνάμωση των παιδιών, όχι μόνο αυτών που είναι θύματα του μπούλινγκ, αλλά και όσων γίνονται θύτες. Το παιδί που ασκεί κακοποιητικά τη δύναμή του πάνω σε ένα άλλο, θέλει καταρχάς, με στρεβλό τρόπο, να νιώσει δυνατό, ότι μπορεί να έχει επιρροή και εξουσία. Χρειάζεται, λοιπόν, να νιώσει κι αυτό ότι έχει δύναμη και να μάθει να τη χρησιμοποιεί θετικά για τη ζωή του. Τη δεκαετία του 2000 δούλευα στο Όρεγκον, σε ένα σχολείο που η πλειονότητα των μαθητών αποκαλούσε –και θεωρούσε– τον εαυτό του «white trash» –«λευκά σκουπίδια», δηλαδή. Τα παιδιά αυτά, κοινωνικά περιθωριοποιημένα, σε σχολεία πολύ υποβαθμισμένα, ασκούσαν τη δύναμή τους και την αίσθηση ότι έχουν κάποια εξουσία πάνω σε συμμαθητές και συμμαθήτριές τους Chicanos (μεξικανοί-ές μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς) ή τρανς και γκέι. Αυτό που είχε αποτέλεσμα δεν ήταν να τους κάνουμε κάποιας μορφής αντιρατσιστική διάλεξη –και, πολύ περισσότερο, κήρυγμα– αλλά να δουλέψουμε έτσι ώστε να ενδυναμωθούν όλα τα παιδιά –όχι μόνο τα θύματα, αλλά και οι θύτες. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι μιλάμε για παιδιά και ότι δεν γεννιούνται ως θύτες και εκφοβιστές. Να δουλέψουμε πώς να σχετίζονται, πώς να εκφράζουν το τι τους πονάει, τι τους ενοχλεί στη συμπεριφορά του άλλου, τι τους εμπνέει, τι ονειρεύονται και πώς προσπαθούν να πραγματοποιήσουν αυτά τα όνειρα. Κι εδώ μπλέκονται πολλά –η σωματική βία είναι ένα από τα βασικά. Θυμάμαι μια έφηβο που μου έφερε μια τούφα μαλλιών που είχε ξεριζώσει από την «εχθρό» της. Ένιωθε χαρούμενη και περήφανη εκείνη τη στιγμή για την επιτυχία. Όλη της αυτή τη δύναμη έπρεπε να μάθει να τη διοχετεύσει αλλιώς, για να μην μπαινοβγαίνει στη σωφρονιστική επιτήρηση.
Θα κλείσω μ’ αυτό: Όταν δούλευα με εκπαιδευτικούς στην Ελλάδα πάνω σε θέματα ρατσισμού, σεξουαλικού προσανατολισμού και διαφορετικότητας, υπήρχε μια καταλυτική στιγμή. Η στιγμή που έρχονταν οι ίδιοι σε επαφή με το κομμάτι τους που είναι διαφορετικό, «παράξενο», που δεν χωράει στις νόρμες, για το οποίο τους είχαν κοροϊδέψει, περιθωριοποιήσει και το οποίο είχαν μάθει να το κρύβουν. Η αλλαγή συνέβαινε όταν το «περίεργο» κομμάτι τους κατάφερναν να το δουν και σαν πλούτο και προσωπική τους δύναμη, και τρόπο να αποκτήσουν μεγαλύτερη συμπόνοια και ενσυναίσθηση για τον άλλον. Πόσο πιο ενδιαφέρουσα, με ανάσα και αλληλεγγύη, γίνεται η ζωή έτσι –και για το σχολείο αλλά και ευρύτερα!

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

«Aν δεν υπάρχει έρωτας μες στην εκπαίδευση δεν υπάρχει εκπαίδευση...»

Του Κορνήλιου Καστοριάδη
Θα έλεγα πρώτα πρώτα ότι δεν μπορούμε να χωρίσουμε την εκπαίδευση από τη συνολική κοινωνική κατάσταση. Ο μακαρίτης, ο καημένος ο Πλάτων έλεγε ήδη ότι ακόμα και οι τοίχοι της πόλης εκπαιδεύουν τους ανθρώπους και νομίζω ότι αυτό είναι μια τρομερά σημαντική και βαριά αλήθεια. Η εκπαίδευση ενός ανθρώπου, η παιδεία ενός ανθρώπου αρχίζει από την ηλικία μηδέν και φτάνει ως την ηλικία ωμέγα, δηλ. τη στιγμή που θα πεθάνει, συνεχώς διαμορφώνεται αυτός ο άνθρωπος.
Διαμορφώνεται από τι; Διαμορφώνεται από όλα όσα προσλαμβάνει. Διαμορφώνεται από όλα όσα είναι γύρω του.
Λοιπόν, τί διαμόρφωση υφίστατο ένας αρχαίος Αθηναίος περπατώντας, βλέποντας την Ακρόπολη, την Αγορά, τη Στοά και τα λοιπά και τα λοιπά και τί διαμόρφωση υφίσταται ένας σημερινός Αθηναίος ζώντας μέσα σε αυτό το φρικτό τερατούργημα που λέγεται Αθήνα και που έγινε τερατούργημα μέσα σε σαράντα χρόνια, δυνάμει όλων των μεγαλοφυών πολιτικών μας; Δεν είναι έτσι!... Ή τι διαμόρφωση υφίστατο ένας αρχαίος Αθηναίος βλέποντας τραγωδίες στο θέατρο του Διονύσου και τί διαμόρφωση υφίσταται σήμερα ένας άνθρωπος βλέποντας τις διαφημίσεις της τηλεόρασης, δεν ξέρω τι!...
Για να υπάρξει πραγματική εκπαίδευση με την αυστηρή έννοια του όρου υπάρχει μια βασική προϋπόθεση: είναι ότι αυτή η εκπαιδευτική διαδικασία γίνεται αντικείμενο επένδυσης και πάθους και από τους εκπαιδευτές και από τους εκπαιδευόμενους και, για να το πω καθαρά, ότι αν δεν υπάρχει έρωτας μες στην εκπαίδευση δεν υπάρχει εκπαίδευση!
Εάν κάποιος κάτι μαθαίνει μέσα στο σχολείο είναι διότι, διαδοχικά, έναν καθηγητή σε κάποια τάξη –και στο πανεπιστήμιο ακόμη- τον ερωτεύεται και τον ερωτεύεται διότι βλέπει ότι αυτός ο ίδιος ο καθηγητής είναι ερωτευμένος με αυτό που διδάσκει.
Λοιπόν, για να τα πω επίσης καθαρά και για να γίνω πλήρως απεχθής σ’ αυτούς που με ακούνε, σήμερα οι εκπαιδευτικοί ασχολούνται με τις επαγγελματικές τους διεκδικήσεις, οι οικογένειες ασχολούνται με το να πάρει το παιδί ένα ‘χαρτί’ και τα παιδιά ασχολούνται με ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την επένδυση των πραγμάτων που μαθαίνουν. Λοιπόν, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει εκπαίδευση.
Στη Γαλλία αλλάζουν τα εκπαιδευτικά προγράμματα κάθε ένα χρόνο και το σύστημα και τα λοιπά και τα λοιπά… Κάθε υπουργός παιδείας αλλάζει και κάθε χρόνο πάει και χειρότερα το πράγμα, γιατί; Γιατι δεν μπορούν να αλλάξουν, ούτε είναι ικανοί να σκεφτούν πού είναι το πραγματικό πρόβλημα.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι αυτός ο έρωτας των παιδιών για αυτόν που τους διδάσκει και γι' αυτά τα οποία διδάσκει, του διδάσκοντος για τα παιδιά και γι' αυτά που διδάσκει ο ίδιος και της οικογένειας, η οποία επενδύει όλα αυτά τα πράγματα.
Για να υπάρξουν όλα αυτά πρέπει να υπάρξει μια άλλη στάση απέναντι στη ζωή και στη γνώση και όχι απλώς η στάση ότι πηγαίνουμε στο σχολείο για να πάρουμε το καλύτερο δυνατό «χαρτί» που θα μας κάνει μετά να έχουμε το καλύτερο δυνατό επάγγελμα ή να μας κάνει να βγάλουμε τα περισσότερα δυνατά λεφτά.
Όσο υπάρχει αυτή η νοοτροπία, θα υπάρχει μια συνεχής χειροτέρευση, όπως τη βλέπουμε και σε χώρες όχι σαν την Ελλάδα, αλλά σε μια χώρα όπως η Γαλλία, που έχει τεράστιες ισχυρές παραδοσιακές δομές από δέκα αιώνες και ιδίως στο θέμα της εκπαίδευσης, όπου βλέπει κανείς τη συνεχή φθορά των Λυκείων, των Γυμνασίων, εκεί πέρα και των εκπαιδευτικών και των μαθημάτων που διδάσκονται και των παιδιών και των οικογενειών. Και αυτό είναι όλο το κοινωνικοϊστορικό ρεύμα.



Μεταγραφή από το: Καστοριάδης - Εκπαίδευση
Πηγή: topikopoiisi

Κριτική στις αντιλήψεις του ΙΕΠ με αφορμή το περιεχόμενο της επιμόρφωσης των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών

Ανάμεσα στα άλλα περίεργα της εισαγωγικής επιμόρφωσης των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών από το ΙΕΠ, δόθηκε προς διαπραγμάτευση στους/τις επιμορ...