Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Παλιότερα ήταν καλύτερα;

Αναδημοσιεύουμε το άρθρο του Θανάση Γιακέλτση από την Εφημερίδα των Συντακτών
Την 1η Ιουνίου 2019, πέθανε στα 88 του χρόνια ο Γάλλος φιλόσοφος και επιστημολόγος Μισέλ Σερ. Ο Σερ δίδαξε Ιστορία της Επιστήμης στη Σορβόνη, στο Στάνφορντ και σε άλλα πανεπιστήμια και έγραψε πάνω από εξήντα έργα. Ηταν μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας από το 1990.
Στη γλώσσα μας κυκλοφορούν τα βιβλία του «Το φυσικό συμβόλαιο» (ΠΕΚ 2002), «Το παράσιτο» (Σμίλη 2009), «Καιρός των κρίσεων» (Καλέντης 2011) και «Η κοντορεβιθούλα» (Ποταμός 2013). Εγκυκλοπαιδικό πνεύμα, εργάστηκε όσο λίγοι για να γεφυρώσει το χάσμα που χωρίζει τις «δυο κουλτούρες», τις ανθρωπιστικές από τις θετικές επιστήμες.
Ο Σερ αμφισβητούσε τις θεωρίες της «παρακμής» και την τάση πολλών διανοουμένων να εξωραΐζουν ή και να εξιδανικεύουν το παρελθόν, θεωρώντας το σαν μια χρυσή εποχή σε σχέση με την υποτιθέμενη σύγχρονη βαρβαρότητα και κατάπτωση.
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «C’ était mieux avant!» (Le Pommier 2017), ο Σερ είχε δώσει, το 2017, στο ελβετικό περιοδικό Le Temps, τη συνέντευξη που ακολουθεί
Μισέλ Σερ
• Το βιβλίο σας απευθύνεται στους «γκρινιάρηδες παππούδες». Θεωρείτε ότι είναι πολλοί;
Αυτό το βιβλίο δεν είναι μια κριτική στους γέρους, στους οποίους ανήκω κι εγώ. Ακούω όμως πολύ αρνητικά λόγια για τους νέους και για τον κόσμο έτσι όπως έγινε. Θέλησα να θυμίσω ότι πριν από μερικές δεκαετίες είχαμε τον Χίτλερ, τον Στάλιν, τον Φράνκο, τον Μουσολίνι, τον Μάο, που προκάλεσαν σαράντα πέντε εκατομμύρια νεκρούς. Προφανώς υποκλίνομαι με λύπη και συγκίνηση μπροστά στα θύματα των τωρινών τρομοκρατικών επιθέσεων και εμφύλιων πολέμων, αλλά σε σχέση με αυτό που έζησα στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ή με κρατικά εγκλήματα όπως η ναζιστική γενοκτονία ή τα γκουλάγκ δεν υπάρχει σύγκριση. Και μολονότι πολλοί είναι πεισμένοι ότι ο κόσμος μας είναι βίαιος, ποτέ άλλοτε δεν είχαμε γνωρίσει μια τόσο μακρά περίοδο ειρήνης.
• Οι γέροι δεν είναι οι μόνοι που γκρινιάζουν. Βλέπουμε όλο και περισσότερους νέους να αμφισβητούν την πρόοδο, όπως εκείνη των εμβολίων για παράδειγμα.
Η έννοια του χαμένου παραδείσου είναι μια σταθερά της ανθρωπότητας. Οταν ήμουν νέος, ορισμένοι της γενιάς μου έλεγαν ήδη ότι παλιότερα ήταν καλύτερα. Ο κόσμος άλλαξε ριζικά υπό την επίδραση των θετικών επιστημών: από τη βιοχημεία και τη φαρμακευτική, που συνέβαλαν στην πρόοδο της υγείας, και από τα μαθηματικά χάρη στα οποία αναπτύχθηκαν οι νέες τεχνολογίες.
Ωστόσο, αυτοί που παίρνουν τον λόγο σήμερα, από τα στελέχη της διοίκησης ώς τους πολιτικούς, έχουν σπουδάσει ανθρωπιστικές επιστήμες. Αυτό προκαλεί ένα χάσμα ανάμεσα στην αλήθεια των ανθρωπιστικών επιστημών, που είναι σχετική, και στην επιστημονική αλήθεια. Συνεπώς, το πρόβλημα δεν είναι πλέον να γνωρίζουμε αν η ασπιρίνη είναι αποτελεσματική, αλλά να γνωρίζουμε πόσοι άνθρωποι θεωρούν ότι η ασπιρίνη είναι αποτελεσματική. Είναι δραματικό να μην πιστεύουμε στα εμβόλια.
Για παράδειγμα, αν οι άνθρωποι μπορούν να λιάζονται σχεδόν γυμνοί στις παραλίες, αυτό συμβαίνει επειδή το 1974 η ευλογιά, που είχε παραμορφώσει τόσα σώματα, ξεριζώθηκε από τα εμβόλια. Σήμερα δεν πεθαίνουμε πλέον παρά μόνον από ασθένειες για τις οποίες δεν υπάρχει ακόμη εμβόλιο.
• Φαίνεται ωστόσο ότι υπήρξε μια χρυσή εποχή: η μεταπολεμική «ένδοξη τριακονταετία», μια περίοδος ειρήνης, ευημερίας και πλήρους απασχόλησης…
Στη διάρκεια της «ένδοξης τριακονταετίας» υπήρχαν επίσης ο Μάο, ο Πολ Ποτ, ο Τσαουσέσκου, το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Και αυτή η «ένδοξη τριακονταετία» ήταν τοπικά περιορισμένη, ενώ σήμερα η άνεση είναι περισσότερο διαδεδομένη. Αυτό που μπορεί πράγματι να μας προβληματίζει είναι η αύξηση της ανεργίας. Επειδή η εργασία εξελίχθηκε πολύ με τα τεχνικά εργαλεία, που μας απάλλαξαν από πολλές κοπιαστικές εργασίες. Αλλά όσο περισσότερα εργαλεία έχουμε τόσο λιγότερη εργασία υπάρχει. Οδηγούμαστε σε μια κοινωνία χωρίς εργασία; Αν φτάσουμε εκεί, θα πρέπει να ξανασκεφτούμε συνολικά την οργάνωση της κοινωνίας. Και κανείς δεν μπορεί να πει αν αυτό είναι ένα καλό ή ένα κακό νέο.
• Σε κάθε περίπτωση, εσείς θυμίζετε ότι οι άνθρωποι βρομούσαν, επειδή η υγιεινή ήταν θλιβερή.
Δεν φαντάζεστε μέχρι ποιο σημείο! Στη δεκαετία του 1950, το περιοδικό Elle προκάλεσε σκάνδαλο επειδή συμβούλευε τις γυναίκες να αλλάζουν κιλότα κάθε μέρα. Εκείνη την εποχή το να αναφέρεται κανείς στην προσωπική υγιεινή ήταν ταμπού, αλλά το να τολμάει να φαντάζεται ότι θα αλλάζουμε καθημερινά εσώρουχα ήταν τρέλα. Παλιότερα υπήρχαν επίσης πολλές ασθένειες τις οποίες η πενικιλίνη τις εξαφάνισε. Προπολεμικά, στους δέκα ασθενείς που περίμεναν στον προθάλαμο του ιατρείου συναντούσαμε τρεις φυματικούς και τρεις συφιλιδικούς. Αυτό τελείωσε. Η ιατρική και η υγιεινή συνέβαλαν στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Σήμερα μια γυναίκα 60 ετών είναι πιο μακριά από τον θάνατό της από όσο ένα νεογέννητο το 1700.
• Από πού προέρχεται αυτός ο περιρρέων πεσιμισμός;
Οι πλούσιοι σπάνια αντιλαμβάνονται ότι είναι πλούσιοι και όσο περισσότερο είναι κανείς μέσα στις ανέσεις τόσο περισσότερο ευαίσθητος είναι για τις λίγες στιγμές των δυσκολιών. Εξάλλου, στη διάρκεια της «ένδοξης τριακονταετίας» λίγοι άνθρωποι είχαν επίγνωση του ότι ζουν σε μια περίοδο ευημερίας. Γκρίνιαζαν ήδη από τότε. Είναι θέμα νοοτροπίας, κυρίως γαλλικής. Στη Γαλλία ποτέ δεν λέμε «καλά», αλλά λέμε «όχι άσχημα». Αυτή η κουλτούρα βασίζεται στην κριτική που χρονολογείται από τον καιρό του Βολταίρου. Ο αισιόδοξος παρέμεινε ένας αφελής («Καντίντ»), επομένως ένας ανόητος, ενώ ο απαισιόδοξος υποτίθεται ότι είναι διορατικός. Ριψοκινδυνεύω να θεωρηθώ ανόητος.
• Στο βιβλίο σας «Η κοντορεβιθούλα» εγκωμιάζετε το διαδίκτυο που φέρνει μπροστά μας τον κόσμο ολόκληρο με ένα κλικ. Μας φέρνει όμως και τα fake news, τον ναρκισσισμό των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Αφότου είχα γράψει αυτό το βιβλίο, ήρθαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τις παθογένειες που αναφέρατε. Προτιμώ όμως να θυμίσω έναν μύθο. Ηταν κάποτε ένας πλούσιος που είχε έναν δούλο, τον οποίο αγαπούσε πολύ επειδή του μαγείρευε θαυμάσια. Μια μέρα ο αφέντης ζητάει από τον δούλο του να του μαγειρέψει το καλύτερο πιάτο του κόσμου και ο δούλος μαγειρεύει γλώσσα. Ο αφέντης το απολαμβάνει κι έπειτα ζητάει το χειρότερο πιάτο. Ο δούλος μαγειρεύει πάλι γλώσσα. «Με κοροϊδεύεις», φωνάζει ο αφέντης. Ο δούλος, που ονομάζεται Αίσωπος, απαντάει ότι η γλώσσα είναι το καλύτερο και το χειρότερο από όλα τα πράγματα, επειδή χρησιμεύει για να λέμε «σ’ αγαπώ» ή για να συκοφαντούμε. Και όλα τα μέσα επικοινωνίας φέρνουν το καλύτερο ή το χειρότερο, όπως στον μύθο του Αισώπου.
Εχω γνωρίσει καλά τη Silicon Valley, όπου έζησα επί τριάντα επτά χρόνια. Εκείνη την εποχή επικρατούσε εκεί μια πολύ ελευθεριακή και εξισωτική ιδεολογία. Επειτα έγιναν οι κύριοι του κόσμου και η αποκλειστική ιδιοκτησία δεδομένων από τέσσερις-πέντε επιχειρήσεις είναι μια καταστροφή που πρέπει να αποτρέψουμε γρήγορα.
• Ειλικρινά, τι είναι αυτό που βρίσκετε λιγότερο καλό σήμερα;
Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες αυξάνονται. Αν χαθεί η μεσαία τάξη και αν δημιουργηθούν όλο και πιο έντονες ανισότητες, δεν θα έχουμε πλέον δημοκρατία. Αυτό άλλωστε συμβαίνει με τον Ντόναλντ Τραμπ. Οι μεγάλες ανισότητες εισοδημάτων και κουλτούρας είναι αυτό από το οποίο κινδυνεύουμε περισσότερο.

Κριτική στις αντιλήψεις του ΙΕΠ με αφορμή το περιεχόμενο της επιμόρφωσης των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών

Ανάμεσα στα άλλα περίεργα της εισαγωγικής επιμόρφωσης των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών από το ΙΕΠ, δόθηκε προς διαπραγμάτευση στους/τις επιμορ...